- κάλεσ'
- κάλεσαι , καλέωcallaor imperat mid 2nd sgκάλεσα , καλέωcallaor ind act 1st sg (homeric ionic)κάλεσε , καλέωcallaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλέσ' — καλέσαι , καλέω call aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλεσάνδρα — καλεσάνδρα, ἡ (Α) πάπ. (επίθ. τής αρκούδας) αυτή που καλεί τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καλεσ τού καλῶ (πρβλ. καλέσ ω) + ἀνήρ, ἀνδρός] … Dictionary of Greek
εψάνδρα — ἑψάνδρα, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) (ως επίθ. τής Μήδειας) αυτή που βράζει τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕψω «βράζω» + ανδρα (< ανήρ, ανδρός), πρβλ. δαμασ άνδρα, καλεσ άνδρα] … Dictionary of Greek
καλεσσίχορος — καλεσσίχορος, ον (Α) (επικ. τ.) αυτός που προκαλεί τον χορό ή που καλεί στον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλεσσι < αόρ. καλέσ(σ)αι τού ρ. καλῶ + χορός] … Dictionary of Greek
ταραξάνδρα — ἡ, Α (ως ονομασία μιας Σίβυλλας) γυναίκα που σκανδαλίζει τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ τού ταράσσω (πρβλ. μέλλ. ταράξω, τάραξις) + ανδρα (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. καλεσ άνδρα] … Dictionary of Greek
τελεστής — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Κρητικός, πατέρας της ωραίας Ιάνθης την οποία αγάπησε παράφορα ο Ίφις από τη Φαιστό. Η θεά τους όμως, από αντιζηλία, μεταμόρφωσε την Ιάνθη σε έφηβο. 2. Ο τελευταίος από τους Βακχίδες, βασιλιάς της… … Dictionary of Greek